ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Τρίτη 24 Ιουλίου 2007

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2007

Η στροφή του Κατσαρόλα - Κύμη Εύβοιας - Μια άγνωστη ιστορία

(στην φωτογραφία ο Δημήτρης-κατσαρόλας, η Ελένη,
2 από τα παιδιά τους η Κατίνα και ο Φειδίας, 2 από τα προβατάκια τους και ο "Μούργος" ο σκύλος τους)


Εχετε αναρωτηθεί ποτέ ΓΙΑΤΙ μια περιοχή έχει πάρει ένα συγκεκριμένο όνομα?
Εγώ ποτέ! Τον τελευταίο χρόνο μόνο άρχισα να έχω αυτού του είδους τις αναζητήσεις. Κατ' αρχήν πήρα ένα μικρό τεφτεράκι και άρχισα να καταγράφω αυτά που είχα ακούσει από παπούδες και γιαγιάδες με τους οποίους κατά καιρούς τύχαινε να συνομιλήσω. Τελικά άρχισα να διαπιστώνω πως παλιά τοπωνύμια ή στάσεις λεωφορείων ή περιοχές έχουν κάποιον λόγο που ονομάστηκαν έτσι.
Η παρακάτω άγνωστη ιστορία που θα σας αφηγηθώ αφορά μια τοποθεσία που βρίσκεται στην Εύβοια στον παλιό δρόμο πηγαίνοντας προς την Κύμη, λίγο πριν την Κύμη. Αυτή η τοποθεσία είναι μια στροφή και ονομάζεται :
Η Σ Τ Ρ Ο Φ Η Τ Ο Υ Κ Α Τ Σ Α Ρ Ο Λ Α
"Κόκκινη κλωστή δεμένη
στην ανέμη τυλιγμένη
δός της κλώτσο να γυρίσει
παραμύθι ν' αρχινίσει...."
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε σε ένα χωριουδάκι της Εύβοιας, που ονομάζεται Οξύλιθος, μια κοπέλα που την έλεγαν Ελένη. Ηταν μια πανέμορφη κοπέλα (όπως όλες οι Ελένες) και καταγόταν από πολύ καλή και γνωστή οικογένεια της περιοχής, την οικογένεια Μπενέτου. Οταν μεγάλωσε η Ελένη παντρεύτηκε έναν όμορφο νεαρό και απέκτησαν 2 όμορφα παιδάκια, τον Νικόλα και τον Μίμη (από το Δημήτρης).
Η ευτυχία τους δεν έμελλε να κρατήσει πολύ : Σε λίγο ξέσπασε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και ο άντρας της Ελένης έφυγε για το μέτωπο. Αργότερα η Ελένη έλαβε ένα μετάλλειο και ένα γράμμα με το οποίο την ενημέρωναν πως ο άντρας της πολέμησε ηρωικά στην Αλβανία και έπεσε μαχόμενος υπέρ της πατρίδας. Η Ελένη ξέσπασε σε λυγμούς, τον αγαπούσε τον άντρα της δεν πρόλαβε όμως να τον χαρεί, της τον διεκδίκησε ο χάρος......
Τα χρόνια περνάγανε, στην Ελλάδα είχαν έρθει δύσκολες ημέρες, φτώχεια, πείνα, πολιτικές αναταραχές....... Και η Ελένη άρχισε να ξενοδουλεύει, ξενόπλενε ρούχα και καθάριζε σπίτια για ένα κομμάτι ψωμί! Αυτό το κομμάτι όμως το είχαν ανάγκη τα παιδιά της που ήταν μικρούλια, έπρεπε να μεγαλώσουν.....Παρ΄όλες τις κακουχίες της η Ελένη εξακολουθούσε να διατηρεί την φρεσκάδα της νιότης της. Ετσι μια ημέρα που την αντίκρυσε ένας όμορφος νέος θαμπώθηκε από την ομορφιά της και αποφάσισε να την παντρευτεί.
Τα ήθη και τα έθιμα όμως εκείνη την εποχή ήταν αυστηρά! Που ξανακούστηκε χήρα γυναίκα να ξαναπαντρευτεί? Εκείνη την εποχή όταν μια γυναίκα έχανε τον άντρα της έβαζε τα μαύρα και δεν τάβγαζε ποτέ πιά.....
Ο Δημήτρης ο όμορφος, έτσι ήταν το παρατσούκλι του, δεν τόβαλε κάτω, την διεκδίκησε την Ελένη, η οποία τελικά αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί. Εφυγαν όμως από τον Οξύλιθο. Πήγαν σε μια τοποθεσία μέσα στα βουνά (τότε) σε μια περιοχή λίγο πριν την Κύμη. Πάνω σε έναν λόφο έχτισαν το φτωχικό τους, ένα πέτρινο σπιτάκι, και έστησαν το νοικοκυριό τους. Ο Δημήτρης άνοιξε ένα μικρό εργαστήρι στην Πλατάνα (ένα παραθαλάσσιο μέρος της Κύμης), ήταν ξυλουργός ξέχασα να σας το πω!!!
Την ευτυχία τους ήρθαν να την συμπληρώσουν 2 παιδάκια, η Κατίνα και ο Φειδίας (την περίοδο του Μεσοπολέμου ήταν της μόδας να βγάζουν τα παιδιά με αρχαιοελληνικά ονόματα). Μην βιάζεστε όμως, της Ελένης το ριζικό δεν όριζε να ευτυχήσει! Μέσα σε λίγα χρόνια ξέσπασε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος! Η Ελλάδα υπέφερε από τις κακουχίες, το ίδιο και οι άνθρωποί της!!! Η πείνα ήταν ο μεγαλύτερος φόβος, οι άνθρωποι δεν είχαν ούτε ψωμί να φάνε, σκελετωμένοι, με κοιλιές πρησμένες από την πείνα, βρίσκονταν σε απόγνωση.....
Ανάμεσα σε όλους τους Ελληνες έτσι και η ήρωες της ιστορίας μας υπέφεραν. Ο Δημήτρης άρχισε να κατασκευάζει ξυλοπάπουτσα για τους ανθρώπους και η Ελένη φρόντιζε τα 4 παιδιά τους.
Το σπιτάκι του Δημήτρη και της Ελένης ήταν ένα ησυχαστήριο, είχε καταπληκτική θέα , έβλεπες όλο το πέλαγος σαν έβγαινες στην αυλή του σπιτιού τους. Οι άνθρωποι που κατέβαιναν προς τα άλλα χωριά (με τα πόδια η με τα ζώα τότε) υποχρεωτικά πέρναγαν από την αυλή του σπιτιού τους. Ο Δημήτρης ήταν άνθρωπος της παρέας, του άρεσε το κρασάκι (είχαν ένα αμπελάκι και έβγαζε λίγο κρασί), είχαν και κάτι κατσικάκια και έπιναν γαλατάκι, το καλοκαίρι η Ελένη παρασκεύαζε σουτζούκια και ξέραινε τα συκαλάκια που προμηθευόταν από τις συκιές που είχαν στο χωραφάκι τους. Οσοι περνούσαν λοιπόν από το σπίτι τους εκεί στο ύψωμα κοντοστέκονταν για να γευτούν τις λιχουδιές της Ελένης και το κρασάκι του Δημήτρη. Ηταν τόσο φιλόξενοι και οι δυό τους.......
Παρ΄όλο που είχαν τα καλούδια τους από το χωραφάκι τους, δώσε-δώσε σε όποιον πέρναγε από εκεί, το τσουκάλι καθημερινά άδειαζε γρήγορα....Ο Δημήτρης ήταν τόσο φιλόξενος άνθρωπος που προτιμούσε να μείνει ο ίδιος και τα παιδιά του νηστικά παρά οι περαστικοί. Κάποια ημέρα λοιπόν, καθώς είχαν μαζευτεί καμιά δεκαριά άτομα στο σπίτι του Δημήτρη και της Ελένης και έτρωγαν, του λένε του Δημήτρη : Βρε Δημήτρη αυτή η κατσαρόλα σου όποτε ερχόμαστε είναι γεμάτη, ούτε ο Ερυθρός Σταυρός να ήσουν. Μας έσωσες από την πείνα αγαπημένε μου φίλε, αυτό θα στο χρωστάμε, δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ.........
Ετσι από την επόμενη ημέρα ο Δημήτρης δεν λεγόταν πια Δημήτρης μα "ΚΑΤΣΑΡΟΛΑΣ". Και οι άνθρωποι σαν ήθελαν να δώσουν ραντεβού στο σπίτι του Δημήτρη έλεγαν πάμε "ΣΤΟΥ ΚΑΤΣΑΡΟΛΑ".
Ο Δημήτρης από την άλλη επειδή ήταν άνθρωπος που του άρεσαν τα αστεία πήρε την επόμενη ημέρα ένα πινέλο και έβαψε έξω από το σπιτάκι του "ΤΑΒΕΡΝΑ SOS". Επειδή το σπίτι του βρισκόταν σε πολύ ψηλό σημείο, σαν είδαν οι γύρω χωριανοί την επιγραφή "ΤΑΒΕΡΝΑ SOS", έμαθαν την ιστορία και ξεκαρδίστηκαν στα γέλια.
Από τότε ξεχάστηκε το όνομα Δημήτρης και έμεινε το "ΚΑΤΣΑΡΟΛΑΣ". Ακόμη και όταν κάποια χρόνια αργότερα (κοντά στο 1960) κατασκευάστηκε ο ασφαλτόδρομος που πάει προς την Κύμη, και απαλλοτριώθηκε ένα μέρος του κτήματος του Δημήτρη και της Ελένης για να γίνει μια στροφή, η στροφή αυτή ονομάστηκε "Η ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΚΑΤΣΑΡΟΛΑ"!!!!!
Τα χρόνια περάσανε ο Δημήτρης και η Ελένη πέθαναν, τα παιδιά τους έφυγαν από την περιοχή, το σπιτάκι που έσωσε πολλούς κατοίκους της περιοχής από την πείνα κατέρρευσε ενώ το υπόλοιπο κτηματάκι που είχε απομείνει μετά την απαλλοτρίωση, απόμεινε μια σταλίτσα......
Οι ντόπιοι κάτοικοι όμως στην ανάμνηση της υπόσχεσης "ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ" που είχαν δώσει εκείνο το καλοκαιρινό βραδάκι που έτρωγαν στο φτωχικό του Δημήτρη διατήρησαν μέχρι τις μέρες μας αυτό το τοπωνύμιο με την ονομασία "Η ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΚΑΤΣΑΡΟΛΑ"
......η Ελένη ξεχάστηκε.....
Εάν κάποτε βρεθείτε στον δρόμο προς την Κύμη, αναζητείστε αυτή την γωνίτσα της Ευβοιώτικης γης και προσπαθείστε να αφουγκραστείτε τις φωνές των ανθρώπων που εκεί σε κάποια στροφή στην στροφή του ΚΑΤΣΑΡΟΛΑ ή κατά κόσμον Δημήτρη
κάπου κάπου συναντιόνταν στην
Ταβέρνα SOS
Κάποια πράγματα αξίζει να τα θυμόμαστε
.......κάπου κάπου......

Κυριακή 15 Ιουλίου 2007

Ωραία ρύκια για κάρβουνο

Μια φορά και έναν καιρό σε μια μακρυνή χώρα ζούσε ένας νεαρός που αναζητώντας την τύχη του είχε εγκαταλείψει το πατρικό του σπίτι από την εφηβεία του. Κάποια ημέρα όταν ο πατέρας του πέθανε όλοι οι συγγενείς βάλθηκαν να αναζητούν τον νεαρό επαναστάτη ο οποίος ούτε γράμμα δεν έστελνε τα προηγούμενα χρόνια στον πατέρα του αν και αυτός ο πατέρας δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε πατέρας : Ηταν ο βασιλιάς της Παρνηθίας μιας δασώδους χώρας που ήταν γεμάτη από ρύκια και κόκκινα ελαφάκια.

Μόλις εντόπισαν τον νεαρό οι αντιπρόσωποι του κράτους της Παρνηθίας τον έντυσαν με τα βελούδινα ειδικά ενδύματα που φοράνει οι βασιλιάδες και τα πολύτιμα κοσμήματα στολισμένα με πολύτιμους λίθους που όμοιούς τους δεν έβρισκε κανείς σε ολάκερο τον κόσμο.

Ο δρόμος που χώριζε τον τόπο που είχε εγκατασταθεί ο νεαρός από την Παρνηθία ήτανε πολύ μακρύς και για να φτάσουνε έπρεπε να διασχίσουν όλα τα δάση της Παρνηθίας, να περάσουνε από ρεματιές και κάμπους από βουνά κι από λαγκαδιές.

Μια ημέρα εκεί που περνούσανε από μια μεγάλη λαγκαδιά, ο καινούργιος βασιλιάς σταμάτησε απότομα το άλογό του, σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε λγωμένα την πλαγιά της λαγκαδιάς που είτανε γεμάτη σπάνια δέντρα.

Τι έχεις βασιλιά μου? Ανήσυχο σε βλέπω ....τονε ρώτησε ο αρχηγός της ακολουθίας του....

- Για δες εκεί, του αποκρίθηκε ο βασιλιάς, για δες ωραία ρύκια για κάρβουνα...........

(Ξέχασα να σας πω πως ο νεαρός όλα αυτά τα χρόνια που έλειπε από το πατρικό του είχε συνεταιριστεί με έναν επιχειρηματία και είχαν ένα ξυλοκάμινο και γύριζαν όλη τη χώρα και πουλάγανε κάρβουνο)

Τι απέγινε μετά σαν έφτασε ο νεαρός στο καινούργιο του βασίλειο την Παρνηθία δεν γνωρίζω να σας πω. Aυτό που μπορώ να σας πω είναι πως η ιστορία αυτή είναι αληθινή όπως στα παραμύθια,έτσι την άκουσα έτσι σας την ματαλέω.......

(Η κεντρική ιδέα είναι παρμένη από "το περιβόλι με τα χαμένα παραμύθια" του Νέστορα Μάτσα όμως το άλλαξα και το έγραψα με τα δικά μου λόγια έτσι σε δουλειά να βρισκόμαστε........)